- προθησαυρίζουσι
- προθησαυρίζωstore uppres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)προθησαυρίζωstore uppres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προθησαυρίζω — Α αποθηκεύω προηγουμένως («πρὸ τῆς κοιλίας αὐτοῡ μέρος τι ὀγκῶδες ἐν ᾧ προθησαυρίζουσι τὴν ἀκατέργαστον τροφήν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek